Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσόθυρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσόθυρο το [mesóθiro] Ο41 : (αρχιτ.) τμήμα τοίχου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πόρτες ή παράθυρα.

[λόγ. μεσο- 1 + θύρ(α) -ον]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσόθυρον το.
  • (Εκκλ.) μεσοθύρι (βλ. ά.):
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 509).

[<επίθ. μέσος + ουσ. θύρα. Η λ. στον Κουμαν. (λ. ‑α)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες