Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεσόγειος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσόγειος -α -ο [mesójios] Ε6 : (για τόπο) που βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα· ηπειρωτικός. ANT παράλιος: Mεσόγεια πόλη / περιοχή. || (ως ουσ.) τα μεσόγεια, η ενδοχώρα.

[λόγ. < αρχ. μεσόγαιος με σφαλερή αλλ. κατά το αρχ. μεσόγεια ἡ `στεριά, ήπειρος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go