Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσσιανισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσσιανισμός ο [mesianizmós] Ο17 : 1. πίστη στην ύπαρξη ή στη μελλοντική παρουσία ενός μεσσία: Εβραϊκός ~. 2. για αντίστοιχες αντιλήψεις κοινωνικές, πολιτικές κτλ.: Πολιτικός ~.

[λόγ. < γαλλ. messian isme (-isme = -ισμός) < ελνστ. Μεσσίας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες