Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσούρανα τα [mesúrana] Ο41 : (λογοτ.) το μεσαίο και κατά συνέπεια το ψηλότερο τμήμα του ουρανού: Πετάει ψηλά ως τα ~. Ο ήλιος βρίσκεται στα ~, μεσουρανεί. || (επέκτ.) για δήλωση μεγάλου ύψους: Οι φλόγες ανέβαιναν ψηλά ως τα ~.
[μεσ(ο)- 1 + ουραν(ός) -α, πληθ. του -ο, κατά το μεσουρανώ]



