Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοχείμωνο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσοχείμωνο το [mesoxímono] Ο41 : (λαϊκότρ.) η μέση του χειμώνα.

[μσν. μεσοχείμωνον < μεσο- 1 + χειμών(ας) -ον]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσοχείμωνον το.
  • Το μέσον του χειμώνα:
    • (Ημερολ. 121).

[<μέσο‑ + ουσ. χειμώνας. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες