Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσουρανίς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσουρανίς [mesuranís] επίρρ. : (λογοτ.) στα μεσούρανα.

[μεσ(ο)- 1 + ουραν(ός) επίρρ. -ίς]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσουράνισμα το.
  • Μεσουράνημα:
    • (Δούκ. 9332).

[μτγν. ουσ. μεσουράνισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες