Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσοτοιχία η [mesotixía] Ο25 : 1. κοινός τοίχος δύο οικοδομών: Έχουμε ~ με το διπλανό σπίτι. 2. ο μεσότοιχος: Όλες οι μεσοτοιχίες είναι από τούβλα.
[λόγ. μεσότοιχ(ος) -ία]



