Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσοστρατίς [mesostratís] & μισοστρατίς [misostratís] επίρρ. : (λαϊκότρ.) στη μέση του δρόμου.
[μεσο- 1 + στράτ(α) επίρρ. -ίς· μσν. μισοστρατίς < μισο- 1 + στράτ(α) -ίς]
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσοστρατίς, επίρρ.· μισοστρατίς.
-
- Στο μέσον του δρόμου, της διαδρομής:
- (Ιστ. Βλαχ. 636).
[<επίρρ. μεσόστρατα κατά τα επίρρ. σε ‑ίς. Η λ. και σήμ.]
- Στο μέσον του δρόμου, της διαδρομής:



