Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοσαράκοστο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσοσαράκοστο το [mesosarákosto] Ο41 : (λαϊκότρ.) η μέση της σαρακο στής, της νηστείας που γίνεται πριν από το Πάσχα.

[μεσο- 1 + σαρακο στ(ή) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες