Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσοπέλαγα, επίρρ.
-
- Στο μέσον του πελάγους:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 53).
[<παλαιότ. ουσ. μεσοπέλαγος το (7. αι., Lampe· μισο‑ στο Somav.) κατά επιρρ. σε ‑α. Η λ. και σήμ. λογοτ. (Κριαρ.)]
- Στο μέσον του πελάγους:



