Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεσονύκτιο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσονύκτιο το [mesoníktio] Ο40 : (λόγ.) τα μεσάνυχτα.

[λόγ. < αρχ. μεσονύκτιον]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσονύκτιον το· μεσανύκτιον· μεσονύχτιον.
  • α) Η ώρα του μεσονυκτίου:
    • η νύκτα επαράλαβεν, το μεσονύκτιον ήλθεν (Βυζ. Ιλιάδ. 1011
  • β) (επιρρ.) κατά τη διάρκεια του μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα:
    • το μεσονύκτιον έρχομαι, κόρη, στο περιβόλιν (Αχιλλ. L 861). [αρχ. ουσ. μεσονύκτιον. Ο τ. μεσα‑ μτγν. Τ. μεσανύχτιν σήμ. ποντ. και ‑χτι λογοτ.]
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go