Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσονυκτικόν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μεσονυκτικόν το· μεσανυκτικόν· μεσανυχτικόν· μισονυχτικό.
  • 1)
    • α) Μεσάνυχτα, η ώρα του μεσονυκτίου:
      • εσήμανεν το μεσανυκτικόν (Μαχ. 38617
    • β) (επιρρ.) κατά τη διάρκεια του μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα:
      • (Κυπρ. ερωτ. 1432
      • το μεσανυκτικόν αναφάναν τα άρμενα (Μαχ. 67631).
  • 2) (Εκκλ.) ακολουθία που ψάλλεται τα μεσάνυχτα:
    • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 1016).

[ουδ. του επιθ. μεσονυκτικός (Soph.) ως ουσ. Ο τ. ‑σα‑ στο Somav. Ο τ. μισονυχτικό από παρετυμ. επίδρ. του επιθ. μισός. Η λ. στο Meursius και σήμ. εκκλ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες