Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεσολαβητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσολαβητικός -ή -ό [mesolavitikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη μεσολάβηση, την παρέμβαση κάποιου ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή ομάδες: Οι μεσολαβητικές προσπάθειες απέτυχαν κι ο πόλεμος συνεχίστηκε. μεσολαβητικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί κάποιος ~.

[λόγ. μεσολαβητ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go