Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσοκαιρίτης ο· μεσοκιρίτης.
-
- Μεσήλικας, μεσόκοπος:
- Ιανουάριος άνδρας και αυτός τάχα μεσοκαιρίτης (Ημερολ. 47).
[<επίθ. μέσος + ουσ. καιρός + κατάλ. ‑ίτης. Τ. μι‑ στο Somav. Διάφ. τ. σήμ. κυπρ. (‑τσ‑) και ποντ. Η λ. στο Meursius και σήμ. κρητ. (Ξανθιν.)]
- Μεσήλικας, μεσόκοπος:



