Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοβδόμαδο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσοβδόμαδο το [mesovδómaδo] Ο41 (χωρίς πληθ.) : (προφ.) το μέσο της εβδομάδας.

[μεσο- 1 + βδομάδ(α) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες