Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μεσιτεία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσιτεία η [mesitía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεσιτεύω. 1. μεσολάβηση για λογαριασμό κάποιου: Θα σωθούμε με τις μεσιτείες της Παναγίας και των αγίων. 2α. η ενέργεια του μεσίτη: Aσχολείται με μεσιτείες σε οικόπεδα και διαμερίσματα. β. τα μεσιτικά: H ~ είναι δύο τοις εκατό.

[λόγ. < ελνστ. μεσιτεία]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσιτεία η· μεσιτειά.
  • Μεσολάβηση:
    • μεσιτείαν του Πόθου (Λίβ. (Lamb.) N 329
    • φρ. βάνομαι εις μεσιτείαν = μεσαλαβώ, παρεμβαίνω:
      • (Χρον. Μορ. H 3310).

[μτγν. ουσ. μεσιτεία. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go