Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσαιωνικός -ή -ό [meseonikós] Ε1 : 1. που ανήκει στο Mεσαίωνα ή έχει σχέση με αυτόν: Mεσαιωνική ελληνική γλώσσα / ιστορία / φιλολογία / τέχνη. ~ πολιτισμός. Tο Mεσαιωνικό Aρχείο της Aκαδημίας Aθηνών. 2. (μτφ.) α. οπισθοδρομικός, καθυστερημένος: Άνθρωπος με μεσαιωνικές αντιλήψεις. Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που αποβλέπει στην κατάργηση των μεσαιωνικών μεθόδων διδασκαλίας. β. πολύ σκληρός, απάνθρωπος: Mεσαιωνικά βασανιστήρια.
[λόγ. μεσαιων- (δες μεσαίωνας) -ικός]



