Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσία
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
μεσία η.
  • Μέση, κέντρο:
    • κρούει τον (ενν. τον λέοντα) κατά κεφαλής πλήρης εις την μεσίαν (Διγ. Gr. 1136).

[<ουσ. μεσαία (Παπαδ.) - μεσιά (πβ. Somav.) με πλασματικό ασυνίζητο τύπο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσιάζω [mesxázo] Ρ2.1α : (προφ.) φτάνω στη μέση, ιδίως για κτ. που καταναλώνεται η μισή του ποσότητα: Mέσιασε το δοχείο με το λάδι. || καταναλώνω τη μισή ποσότητα: Tο μέσιασες το μπουκάλι με το κρασί.

[μέσ(η) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσιακός, επίθ.· μεσακός.
  • 1) Μεσαίος:
    • το τειχιό το μεσιακό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2232).
  • 2) (Xρον.) ενδιάμεσος:
    • κρασί … μεσιακόν (ενν. όχι νέον ή παλαιόν) (Αγαπ., Γεωπον. 183).

[<ουσ. μέση + κατάλ. ‑ιακός. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Du Cange και σήμ. λαϊκ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μισιακός -ή -ό [misxakós] & μισακός -ή -ό [misakós] & μεσιακός -ή -ό [mesxakós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που ανήκει σε δύο πρόσωπα εξ ημισείας: Έχει το ταξί μισιακό με τον αδελφό του και το δουλεύουν μαζί. μισιακά & μισακά & μεσιακά ΕΠIΡΡ.

[μσν. μισιακός < μισ(ός) -ιακός· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)· παρετυμ. μέση (διαφ. το μσν. μεσιακός `μεσιανός΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσιανός -ή -ό [mesxanós] Ε1 : μεσαίος.

[μσν. μεσιανός < μέσ(η) -ιανός]

[Λεξικό Κριαρά]
μεσιάνυκτο το,
βλ. μεσόνυκτο(ν).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες