Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μεσάζος ο.
-
- 1) Ανώτατος αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής:
- ορίζει (ενν. ο βασιλεύς) τους μεσάζους του (Φλώρ. 609 κριτ. υπ.)·
- έκφρ. μέγας μεσάζος = ανώτατος άρχοντας, διοικητής:
- Μέγαν μεσάζον έκαμε … κι όριζε τον Μορέαν (Κορων., Μπούας 6).
- 2) Μεσολαβητής:
- Θησεύς τον έποισε μεσάζον στα κρυφά του (Θησ. Δ́ [595]).
[<ουσ. μεσάζων (βλ. ‑ω) με μεταπλ.]
- 1) Ανώτατος αξιωματούχος της βυζαντινής αυλής: