Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσάζοντας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεσάζοντας ο [mesázondas] Ο5 : αυτός που με τις ενέργειές του διευκολύνει τις σχέσεις, ιδίως εμπορικές, μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων· μεσάζων· (πρβ. μεσίτης): Nα φύγουν οι μεσάζοντες από το κύκλωμα διακίνησης των αγροτικών προϊόντων. || Δεν της ταιριάζει ο ρόλος του μεσάζοντα.

[λόγ. < αρχ. μεε. μεσάζων, αιτ. -οντα (δες στο μεσάζων)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες