Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεσάζοντας ο [mesázondas] Ο5 : αυτός που με τις ενέργειές του διευκολύνει τις σχέσεις, ιδίως εμπορικές, μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων· μεσάζων· (πρβ. μεσίτης): Nα φύγουν οι μεσάζοντες από το κύκλωμα διακίνησης των αγροτικών προϊόντων. || Δεν της ταιριάζει ο ρόλος του μεσάζοντα.
[λόγ. < αρχ. μεε. μεσάζων, αιτ. -οντα (δες στο μεσάζων)]