Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερόνυχτο το [merónixto] Ο41 : χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών· εικοσιτετράωρο: Tρία μερόνυχτα δεν κοιμήθηκε από τον πονόδοντο.
[μσν. μερόνυκτο(ν) (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) < ημερόνυκτον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ημέρ(α) -ο- + νύκτ(α) -ον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μερόνυχτο το,
- βλ. ημερόνυκτον.



