Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερσί
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερσί [mersí] (ως επιφ.) : (προφ.) ευχαριστώ.

[λόγ. < γαλλ. merci]

[Λεξικό Κριαρά]
μερσίνα, μερσίνη η,
βλ. μυρσίνη.
[Λεξικό Κριαρά]
μερσίνι το,
βλ. μυρσίνιν.
[Λεξικό Κριαρά]
μερσινόκοκκον το,
βλ. μυρσινόκοκκον.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες