Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μεροληπτώ [meroliptó] Ρ10.9α : κρίνω, αποφασίζω ή γενικότερα παίρνω θέση απέναντι σε κπ. ή σε κτ. με βάση όχι την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη αλλά με υποκειμενικά κριτήρια: Είναι απαράδεκτο να μεροληπτεί ο δικαστής κατά την απονομή της δικαιοσύνης / ο καθηγητής στη βαθμολόγηση των μαθητών. ~ υπέρ / εναντίον κάποιου.
[λόγ. μέρ(ος) -ο- + ληπ- (θ. ληψ- του αρχ. ρ. λαμβάνω) -τώ κατά το ελνστ. ή μσν. δωροληπτῶ, μτφρδ. γαλλ. prendre le parti]



