Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μερισία η.
-
- 1) Διανομή, μοιρασιά:
- την μερισίαν να ποιήσουν του τόπου της Ανατολής (Χρον. Μορ. H 1019).
- 2) Μερίδιο:
- ηφέραν το βιβλίον όπου ήτο η μερισία εγράφως γαρ του καθενός, το τι του επαρεδόθη (αυτ. 1908).
[<μερίζω + κατάλ. ‑σία. Η λ. τον 7. αι.]
- 1) Διανομή, μοιρασιά: