Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερεύω [merévo] Ρ5.2α : (προφ., λαϊκότρ.) ημερεύω.

[μσν. μερεύω < ημερεύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες