Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερεμέτι το [mereméti] Ο44 : (οικ.) 1. επιδιόρθωση μικρής βλάβης. 2. ξυλοδαρμός.
[τουρκ. meremet (από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερεμετίζω [meremetízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) επιδιορθώνω μικρή βλάβη.
[μερεμέτ(ι) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερεμέτισμα το [meremétizma] Ο49 : (οικ.) το μερεμέτι1.
[μερεμετισ- (μερεμετίζω) -μα]



