Παράλληλη αναζήτηση
| 10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μερέ η,
- βλ. μερέα.
[Λεξικό Κριαρά]
- μερέα (I) η· μερά· μερέ· μερία· μεριά.
-
- 1)
- α) Μέρος, τόπος:
- Βρύσες, τα πλήσα σας νερά … εις τη βαθύτερη μερά κάτω στη γη ας χωστούσι (Πανώρ. Ά 8)·
- β) γεωγραφική περιοχή:
- εις την μεριάν της Δύσης (Μαχ. 22418)·
- γ) κατεύθυνση:
- έκαμεν την αυλή εις μεριά νοτικά δεξιά (Πεντ. Έξ. XXXVIII 9).
- α) Μέρος, τόπος:
- 2)
- α) Πλευρά:
- Το έναν κάτεργον … βιστίρισεν το έναν τούρκικον και … τσάκισεν ούλην την μίαν μερίαν (Μαχ. 13233)·
- β) προκ. για προέλευση, καταγωγή:
- απ’ τη μερά του Κρητικού … κρατείτε (Ερωτόκρ. Β́ 959).
- α) Πλευρά:
- 3) Παράταξη στρατιωτική:
- ορμήσαν οι μεριές κι οι δυο κι εκτυπηθήκαν (Παλαμήδ., Βοηβ. 957).
- 4) Οπαδοί, υποστηρικτές, «στρατόπεδο» κάπ.:
- να στραφούν απέ την μερίαν του ρηγός (Μαχ. 467).
- 5) «Πηγή», προέλευση εισοδήματος:
- πράγματα οπού εκέρδισεν (ενν. το παιδί) από μεσολάβησήν του ή από άλλην μερίαν (Νομοκ. 75).
- Εκφρ.
- 1) Από την άλλην την μεριάν = εξάλλου, επίσης:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 590).
- 2) Από την μεριάν = προς το πλάι:
- (Μπερτόλδος 47).
- 3) Από την μεριάν μου ή απέ την μερίαν, βλ. από 5α εκφρ. (4).
- 4) Από την μίαν μερίαν ως την άλλην = προκ. για διαμπερές τραύμα:
- (Μαχ. 66210).
- 5) Εις μίαν μερέαν ή σε μια μερά = παράμερα, κατά μέρος:
- (Χρον. Μορ. H 6078), (Πανώρ. Β́ 29).
- 6) Έξω μερέα/μερία = παράμερα, στην άκρη:
- Έξω μερέαν σταθείτε (Αχιλλ. L 399 (έκδ. ‑εάν)· Αχιλλ. (Smith) N 558).
- 7) Η άλλη μερεά = (νομ.) αντίδικος:
- (Ελλην. νόμ. 53116).
- 8) Κατά μερίαν = στην άκρη:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 601).
- 9) Μερά … μερά ή μερέαν … μερέαν = από τη μια … από την άλλη:
- (Στάθ. Γ́ 77), (Λίβ. N 2337).
- 10) Μια μεριά = συνολικά, ομαδόν:
- (Κορων., Μπούας 151).
- Φρ.
- 1) Κάμνω μερία = παραμερίζω, υποχωρώ:
- (Αλεξ. 866).
- 2) Κρατώ δυο μεριές, βλ. κρατώ IÁ8στ.
- 3) Παίρνω καλύτερη μερά = η υγεία μου βελτιώνεται, «πάω» καλύτερα:
- (Ερωτόκρ. Ά 1385).
- 4) Ρίπτω εις μερέαν = απομακρύνω:
- (Γεωργηλ., Θαν. 301).
- Η λ. στην αιτιατ. εν. ως επίρρ. =
- 1)
- α) Χώρια, ξέχωρα:
- τα παιδόπουλά μου εις άλλον τόπον έτρεχαν μερέαν και κυνηγούσιν (Λίβ. Sc. 1386)·
- β) κατά μέρος, στην άκρη:
- τα λάθη σου μεριά τα παραρίκτεις (Φαλιέρ., Ιστ. 575 κριτ. υπ.· Φλώρ. 806).
- α) Χώρια, ξέχωρα:
- 2) Βαθμιαία:
- Μερέα ανάπτει η κάμινος (Φλώρ. 544).
- Η λ. και οι τ. μερία και μερά σε τοπων.:
- Απάνω Μερέα (Διήγ. ωραιότ. 908· 906), (Διήγ. πανωφ. 58).
[<ουσ. μέρος + κατάλ. ‑έα. Οι τ. ‑ρά (Βλάχ.) και ‑ρέ και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ία στο Du Cange (λ. ‑έα). Ο τ. ‑ιά στο Meursius (λ. μεργία) και σήμ. Η λ. στο Meursius και σήμ. ποντ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- μερέα (II) η,
- βλ. ημέρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερεμέτι το [mereméti] Ο44 : (οικ.) 1. επιδιόρθωση μικρής βλάβης. 2. ξυλοδαρμός.
[τουρκ. meremet (από τα αραβ.) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερεμετίζω [meremetízo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) επιδιορθώνω μικρή βλάβη.
[μερεμέτ(ι) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερεμέτισμα το [meremétizma] Ο49 : (οικ.) το μερεμέτι1.
[μερεμετισ- (μερεμετίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- μέρεμνα η,
- βλ. μέριμνα.
[Λεξικό Κριαρά]
- μερέτι το.
-
- Συμφορά, «κακό»:
- καλοκαρδίζει ωσάν ακούσει μερέτια και … είναι άνθρωπος χαιρέκακος (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 27415).
[<τουρκ. meret]
- Συμφορά, «κακό»:
[Λεξικό Κριαρά]
- μερετιάζω,
- βλ. μεριτιάζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μερεύω [merévo] Ρ5.2α : (προφ., λαϊκότρ.) ημερεύω.
[μσν. μερεύω < ημερεύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]



