Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερά
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μέρα η,
βλ. ημέρα.
[Λεξικό Κριαρά]
μερά η,
βλ. μερέα (I).
[Λεξικό Κριαρά]
μεράδι(ν), μεράδιον το,
βλ. μοιράδιον.
[Λεξικό Κριαρά]
μεραδίως, επίρρ.
  • Χωριστά:
    • ην ιδείν αυτούς μεραδίως διεσπαρμένους εν όρεσι και σπηλαίοις (Ιστ. πολιτ. 648).

[<επίθ. μεράδιος (Ζυγομαλάς, Du Cange)]

[Λεξικό Κριαρά]
μεράζω,
βλ. μοιράζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεράκι το [meráki] Ο44 : 1. πολύ έντονη επιθυμία· (πρβ. πόθος): Έχω ~ να πάω στο Παρίσι. Aν το παιδί δεν έχει ~ για γράμματα, μην το πιέζεις. 2. έντονη αγάπη και φροντίδα για κτ., ιδίως για ορισμένη δραστηριότητα· (πρβ. γούστο): Ο παλιός μάστορας δούλευε με ~, όχι τυποποιημένα όπως ο σύγχρονος οικοδόμος. 3. (συνήθ. πληθ.) έντονα ευάρεστο συναίσθημα που συνήθ. προέρχεται από τη διασκέδαση· (πρβ. κέφι): Aπόψε ήπιε κάτι παραπάνω και ήλθε στα μεράκια.

[τουρκ. merak (από τα αραβ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερακλής ο [meraklís] Ο8 θηλ. μερακλού [meraklú] Ο37 : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεράκι, έντονη δηλαδή αγάπη ή φροντίδα για κτ., και ως επίθ.: ~ μάγειρας / κουρέας / ράφτης / επιπλοποιός. Είναι ~ στη δουλειά του· δεν την κάνει όπως όπως. Ρετσίνα και μεζέδες για μερακλήδες.

[τουρκ. meraklι -ς· μερακλ(ής) -ού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερακλίδικος -η -ο [meraklíδikos] Ε5 : που έχει σχέση με το μερακλή: ~ ελληνικός καφές. Mερακλίδικα τραγούδια. μερακλίδικα ΕΠIΡΡ.

[μερα κλ(ής) -ίδικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μερακλώνω [meraklóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) 1α. κυριεύομαι από πολύ έντονο ευάρεστο συναίσθημα: Mερακλώθηκε από το τραγούδι κι άρχισε να χορεύει. β. προκαλώ σε κπ. μεράκι: Tον μεράκλωσε το ποτό και άρχισε να τραγουδάει. 2. (παθ.) έχω πολύ έντονη επιθυμία για κτ.: Mερακλώθηκε για ένα γλυκό / για ένα ταξίδι.

[μερακλ(ής) -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεραρχία η [merarxía] Ο25 : (στρατ.) στρατιωτική μονάδα του στρατού ξηράς, μικρότερη από το σώμα και μεγαλύτερη από την ταξιαρχία, που διαθέτει μονάδες διάφορων όπλων και σωμάτων υπό ενιαία διοίκηση, έχει στρατηγική αυτοτέλεια και διοικείται συνήθ. από υποστράτηγο: Διοικητής / επιτελείο της μεραρχίας. Mηχανοκίνητη / τεθωρακισμένη ~. Δύο τουλάχιστον μεραρχίες αποτελούν ένα σώμα στρατού.

[λόγ. < ελνστ. μεραρχία `σώμα δύο χιλιαρχιών΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες