Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μενσεβίκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μενσεβίκος ο [mensevíkos] Ο18 : μέλος της δεξιάς πτέρυγας του ρωσικού παλαιού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος· (πρβ. μπολσεβίκος).

[λόγ. < ρωσ. men΄shevik -ος `μέλος της μειοψηφίας΄ ή μέσω του γαλλ. menchevik]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες