Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μενουέτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μενουέτο το [menuéto] & μινουέτο το [minuéto] Ο39 : παλαιότερος γαλλικός χορός σε τρεις χρόνους και η αντίστοιχη μουσική: Xορεύει / παίζει ένα ~.

[λόγ. < γαλλ. menuet -ον (ορθογρ. δαν.)· ιταλ. minuetto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go