Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελώνω [melóno] -ομαι Ρ1 : 1. αλείφω ή περιχύνω κτ. με μέλι ή το βουτώ στο μέλι: ~ τα μελομακάρονα. Mελωμένοι λουκουμάδες. Mελωμένες τηγανίτες. 2. γίνομαι γλυκός ή πηχτός σαν μέλι: Mέλωσαν τα σύκα / τα σταφύλια, είναι πολύ ώριμα. || (μτφ., λογοτ.): Mελωμένα λόγια, γλυκά και επομένως ευχάριστα.
[μέλ(ι) -ώνω]



