Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελωδώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μελωδώ.
  • Ά Αμτβ.
    • 1) Τραγουδώ· ψάλλω:
      • (Διγ. O 1610), (Έκθ. χρον. 3814).
    • 2) Κελαϊδώ γλυκά, μελωδικά:
      • ψιττακοί και γερανοί λαμπρώς γαρ μελωδούσι (Διγ. A 3874).
    • 3) Ηχώ μελωδικά:
      • εκρούοντο τα όργανα, εμελώδουν τα πάντα (Διγ. Gr. 1780).
  • Β́ Μτβ.
    • 1) (Με σύστ. αντικ.) τραγουδώ, ψάλλω:
      • ταύτα η στρατήγισσα χαίρουσα εμελώδει (Διγ. Z 558).
    • 2) Υμνολογώ:
      • όλες (ενν. οι ψυχές) να μελωδούσανε την χάριν την δικήν σας (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1157]).

[αρχ. μελωδέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες