Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελωδικός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μελωδικός, επίθ.
  • Που έχει μελωδία· γλυκόηχος:
    • μελωδική η λαλιά του (Ερωτόκρ. Ά 1169).
  • Το ουδ. ως ουσ. = γλυκό και ευχάριστο τραγούδι:
    • αηδόνων τα μελωδικά (Νεόφ. Έγκλ. Γ́ 11).

[αρχ. επίθ. μελωδικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελωδικός -ή -ό [meloδikós] Ε1 : 1. (μουσ.) που έχει σχέση με τη μελωδία: Mελωδική γραμμή / κίνηση / περίοδος. Mελωδικό διάστημα, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στους ήχους της μελωδίας. 2. που έχει τα χαρακτη ριστικά της μελωδίας: Mελωδικό τραγούδι / κελάηδημα. Mελωδική φω νή. μελωδικά ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2: Tραγουδάει ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. μελῳδικός· 2: σημδ. γαλλ. mélodique, mélodieux < mélodie = μελωδία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες