Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελοδραματικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελοδραματικός -ή -ό [meloδramatikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το μελόδραμα: ~ θίασος. Mελοδραματικό ρεπερτόριο. 2. για ανθρώπινη συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από στοιχεία που προσιδιάζουν στο μελόδραμα: ~ τόνος ομιλίας. Mελοδραματικές εκφράσεις / κινήσεις. Πήρε ένα μελοδραματικό ύφος και άρχισε να μας εξιστορεί τα γεγονότα. μελοδραματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. mélodramatique < mélodram(e) = μελόδραμα (-at- κατά το dramatique = δραματικός) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες