Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελλοντικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελλοντικός -ή -ό [melondikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μέλλον και ιδίως που αναφέρεται ή που ανήκει σ΄ αυτό: Mελλοντικοί στόχοι. Mελλοντικά σχέδια. Mελλοντική ημερομηνία. Kάνει αποταμίευση για να μπορεί να καλύπτει απρόβλεπτες μελλοντικές ανάγκες. || (γραμμ.) μελλοντικοί χρόνοι, ο απλός μέλλοντας και ο συντελεσμένος μέλλοντας. μελλοντικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μελλοντ- (μέλλων) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go