Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μελιχρός, επίθ.
-
- 1) Που έχει γλυκανθεί με μέλι (προκ. για κρασί):
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 937).
- 2) (Μεταφ. για πρόσωπο) γλυκός, ευχάριστος:
- άνδραν φίλον, … μελιχρόν, πράον, υψίνουν (Χρησμ. (Βέης) 74).
[αρχ. επίθ. μελιχρός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Που έχει γλυκανθεί με μέλι (προκ. για κρασί):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελιχρός -ή -ό [melixrós] Ε1 : (λογοτ.) μελής: Mελιχρό φως.
[λόγ. < αρχ. μελιχρός]



