Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελιταίος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελιταίος -α -ο [melitéos] Ε4 : μόνο στον όρο ~ πυρετός, λοιμώδης ασθένεια που μεταδίδεται στους ανθρώπους από τα ζώα, ιδίως μέσο του γάλατος. || (ως ουσ.) ο μελιταίος.

[λόγ. < αρχ. Μελιταῖος `που προέρχεται από τη Μάλτα΄ σημδ. αγγλ. Malta fever, επειδή υποτίθεται πως η αρρώστια μεταδίδεται από “μαλτέζικες” κατσίκες]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go