Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελισσουργείο το [melisurjío] Ο39 : μελισσοκομείο.
[λόγ. < ελνστ. μελισσουργεῖον]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελισσουργείον το.
-
- Μελισσοκομείο:
- (Αιτωλ., Μύθ. 852).
[μτγν. ουσ. μελισσουργείον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Μελισσοκομείο:



