Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελισσοτρόφος ο [melisotrófos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη μελισσοκομία· μελισσοκόμος.
[λόγ. < αρχ. μελισσοτρόφος (για χώρα)]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < αρχ. μελισσοτρόφος (για χώρα)]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |