Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελισσοκομία η [melisokomía] Ο25 : η συστηματική απασχόληση με τη διατροφή και την εκμετάλλευση μελισσών· μελισσοτροφία: Προϊόντα της μελισσοκομίας είναι το μέλι και το κερί.
[λόγ. μελισσοκόμ(ος) -ία]