Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελανώνω [melanóno] -ομαι Ρ1 : αλείφω ή λερώνω κτ. με μελάνη: ~ τη σφραγίδα / τον κύλινδρο του πολύγραφου / τα τυπογραφικά στοιχεία. ~ τα δάχτυλα / τα ρούχα μου.
[μελάν(ι) -ώνω (διαφ. το ελνστ. μελανοῦμαι `μαυρίζω΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μελανώνω.
-
—Βλ. και μελανούμαι.
- Μαυρίζω:
- σκεύος μελανωμένον (Καλλίμ. 2578).
[μτγν. μελανόω. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Μαυρίζω:



