Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελανοδοχείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανοδοχείο το [melanoδoxío] Ο39 : μικρό δοχείο, συνήθ. γυάλινο, μέσα στο οποίο βάζουν τη μελάνη: Φορητό / επιτραπέζιο ~. Bούτηξε την πένα στο ~ κι άρχισε να γράφει.

[λόγ. < ελνστ. μελανοδοχεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go