Παράλληλη αναζήτηση
| 20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελανο- 1 [melano] & μελανό- [melanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μελαν- [melan], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ονόματα· προσδίδει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. την ιδιότητα του μαύρου χρώματος· (πρβ. μαυρο-): μελανόστικτος, με μαύρα στίγματα· ~χίτωνας. || (αρχαιολ.) μελανόμορφος· (επιστ.) μελανόγραμμος. 2. (ιατρ.) παθολογική αλλοίωση του χρώματος που φυσιολογικά έχει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μελαναιμία, ~δερμία. || δηλώνει την παρουσία μελανίνης: ~κύτταρο.
[λόγ. < αρχ. μελαν(ο)- θ. του επιθ. μελανό(ς) `μαύρος΄ ως α' συνθ.: αρχ. μελαν-όμματος `μαυρομάτης΄ & διεθ. melano- < αρχ. μελανο-: μελαν-ίνη, μελάν-ωμα < διεθ. melanin, melanoma & μτφρδ.: μελανό-μορφος (δες λ.)]
- μελανο- 2 : το ουσ. μελάνη ως α' συνθετικό: ~δοχείο.
[λόγ. θ. της λ. μελάν(η) -ο-]
- μελανοδοχείο το [melanoδoxío] Ο39 : μικρό δοχείο, συνήθ. γυάλινο, μέσα στο οποίο βάζουν τη μελάνη: Φορητό / επιτραπέζιο ~. Bούτηξε την πένα στο ~ κι άρχισε να γράφει.
[λόγ. < ελνστ. μελανοδοχεῖον]
- μελανομαυροθώρετος, επίθ.
-
- Που έχει σκοτεινόμαυρη όψη, σκοτεινόμαυρος:
- καλογερανέ … μελανομαυροθώρετε (Πουλολ. 70).
[<επίθ. μελανόμαυρος + θωρώ]
- Που έχει σκοτεινόμαυρη όψη, σκοτεινόμαυρος:
- μελανόμαυρος, επίθ.
-
- Πολύ μελαχρινός, μελαψός:
- μελαχρινός βαθιάς βαφής εγίνη· … μελανόμαυρος (Ερωτόκρ. Δ́ 901). [<επίθ. μελανός + μαύρος]
- Πολύ μελαχρινός, μελαψός:
- μελανομαυροφόρετος, επίθ.
-
- Που φορά μαύρα, μαυροφορεμένος·
- (εδώ ως επίθ. του γερανού), σκοτεινόμαυρος:
- (Πουλολ. 70 κριτ. υπ).
- (εδώ ως επίθ. του γερανού), σκοτεινόμαυρος:
[<επίθ. μελανόμαυρος + φορώ. Πβ. ‑θώρετος]
- Που φορά μαύρα, μαυροφορεμένος·
- μελανόμορφος -η -ο [melanómorfos] Ε5 : (αρχαιολ., για αγγείο) που έχει μαύρες μορφές επάνω σε κόκκινο φόντο· (πρβ. ερυθρόμορφος): ~ αμφορέας. Mελανόμορφη κύλικα. Tα μελανόμορφα αγγεία χρονικά προηγούνται από τα ερυθρόμορφα.
[λόγ. μελανο- 1 + μορφ(ή) -ος μτφρδ. αγγλ. black figure vases]
- μελανομύτα, επίθ. θηλ., (Πουλολ. 327 κριτ. υπ.)· μελανομύτρια.
-
- Που έχει μαύρο ράμφος:
- μελανομύτρια (ενν. κίσσα) (Πουλολ. 327).
[το θηλ. του επιθ. *μελανομύτης (<επίθ. μελανός + ουσ. μύτη). Ο τ. αναλογ. με θηλ. ουσ. σε ‑τρια]
- Που έχει μαύρο ράμφος:
- μελανοποδάτος, επίθ.
-
- Που έχει μαύρα πόδια:
- ορτύκιν … μελανοποδάτον (Πουλολ. 475).
[<επίθ. μελανοπόδης + κατάλ. ‑άτος]
- Που έχει μαύρα πόδια:
- μελανοπόδης, επίθ.
-
- Που έχει μαύρα πόδια:
- κύκνε … μελανοπόδη (Πουλολ. 8).
[<επίθ. μελανός + ουσ. πόδι]
- Που έχει μαύρα πόδια:



