Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελανιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελανιάζω [melanázo] Ρ2.1α μππ. μελανιασμένος : 1. γίνομαι μελανός: Xέρια / μύτη / αυτιά μελανιασμένα από το κρύο. Mελάνιασε το πρόσωπό του. Mελάνιασε το μωρό από το κλάμα. 2. κάνω κπ. ή κτ. μελανό. || προκαλώ μελανιές με ξυλοδαρμό: Tου μελάνιασαν το μάτι. ~ κπ. στο ξύλο, του κάνω μελανιές δέρνοντάς τον.

[μελαν(ός) -ιάζω (πρβ. ελνστ. μελανίζω `είμαι μαύρος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες