Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελής -ιά -ί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελής -ιά -ί [melís] Ε8 & μελί [melí] Ε (άκλ.) : που έχει ανοιχτό καφέ χρώμα, όπως συνήθ. το μέλι: Mελιά μάτια. Mελί φούστα. || (ως ουσ.) το μελί, το μελί χρώμα.

[μέλ(ι) -ής· μέλ(ι) -ί 4]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες