Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μελέτημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μελέτημα το [melétima] Ο49 : η μελέτη.

[λόγ. < αρχ. μελέτημα `εξάσκη ση΄ με αλλ. της σημ. κατά τη λ. μελέτη]

[Λεξικό Κριαρά]
μελέτημα το.
  • Σκέψη, στοχασμός:
    • (Καλλίμ. 1936).

[αρχ. ουσ. μελέτημα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go