Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελάνωμα 1 το [melánoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μελανώνω.
[μελανώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μελάνωμα 2 το : (ιατρ.) γενική ονομασία όγκων που σχηματίζονται από κύτταρα τα οποία παράγουν και εναποθηκεύουν μελανίνη: Kακοήθη / καλοήθη μελανώματα.
[λόγ. < διεθ. melanoma < melan- < αρχ. μελαν- (μέλας) `μαύρος΄ -oma = -ωμα]



