Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελάνθη
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μελάνθη η.
  • Το φυτό μελάνθιον (βλ. ά.):
    • (Ιερακοσ. 46113). [<ουσ. μελάνθι(ο)ν με μεταπλ., πιθ. αναλογ. και με ουσ. σε ‑άνθη (λ.χ. οινάνθη, κ.ά.)]
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες