Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μειωτικός -ή -ό [miotikós] Ε1 : 1. που προκαλεί μείωση: Tροφές μειωτικές του πάχους, που το μειώνουν. 2. υποτιμητικός, ταπεινωτικός: Mειωτική πράξη / συμπεριφορά. μειωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. μειωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες