Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μειράκιον το.
-
- α) Έφηβος, νεαρός:
- (Βίος Αλ. 713)·
- β) βρέφος, νήπιο:
- Ο βασιλεύς είχεν υιόν μειράκιον να βαφτίσει (Χρον. Μορ. H 4336)·
- (μεταφ. προκ. για ζώο):
- μειράκιον ακόμη (ενν. ο αετός) έναι … τυφλόν (Χρησμ. (Βέης) 1442)·
- γ) (μεταφ. με υποτιμ. σημασ. προκ. για έθνος ή λαό) αυτός που εμφανίστηκε πρόσφατα και χωρίς δυνάμεις:
- το μειράκιον, το σιχαντό το έθνος (ενν. το τουρκικό) … εγίνη αυθέντης μέγας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 489).
[αρχ. ουσ. μειράκιον. Η λ. και σήμ. λόγ. (‑ο)]
- α) Έφηβος, νεαρός:



